- αναψοκοκκινίζω
- -ισα, -ισμένος, κοκκινίζω από έξαψη: Αναψοκοκκίνισε, όταν του είπα ότι θα ζητήσω αποζημίωση για τη ζημιά που μου έκανε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναψοκοκκινίζω — αναψοκοκκινίζω, αναψοκοκκίνισα, αναψοκοκκινισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναψοκοκκινίζω — κοκκινίζω από έξαψη, εξάπτομαι και κοκκινίζω … Dictionary of Greek